ασπίδες

ασπίδες
(Γεωλ.). Πανάρχαια τμήματα του φλοιού της Γης τα οποία διαμορφώθηκαν προ της περιόδου του καμβρίου, δηλαδή έχουν ηλικία μεγαλύτερη των 600.000.000 ετών. Στρώματα αυτής της ηλικίας, που ανάγονται στον λεγόμενο ηωζωικό αιώνα (από το Ηώς = αυγή της ζωής), απαντώνται στον Καναδά, τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και αλλού. Η ύπαρξη των α. οδηγεί στη σκέψη ότι κατά το προκάμβριο υπήρχαν μεγάλες μάζες ξηράς ενωμένες σε μία, τη λεγόμενη Παγγαία ή Μεγαγαία, η οποία αργότερα διασπάστηκε σε μικρότερα ηπειρωτικά ή, όπως αλλιώς λέγονται, κρατονικά τμήματα. Α. του βορείου ημισφαιρίου είναι η βαλτική ή φινοσαρματική ασπίδα, η σιβηρική ή Αγκάρα, η κινεζική και η καναδική. Στο νότιο ημισφαίριο υπήρχε η λεγόμενη Γκοντβάνα, η οποία προήλθε από την Παγγαία και αργότερα διασπάστηκε με τη σειρά της. Απομεινάρια της αποτελούν οι α. της Βραζιλίας, της Ινδίας, της Αυστραλίας και της ανατολικής Αφρικής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀσπίδες — ἀσπίς shield fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγκύλιο — Μικρή ασπίδα που είχε πέσει, κατά τη μυθολογία, από τον ουρανό της Ρώμης επί βασιλείας του Νουμά. Ένας χρησμός ανέφερε πως η έδρα της αυτοκρατορίας θα βρισκόταν πάντα εκεί όπου θα υπήρχε στο μέλλον αυτή η ασπίδα. Ο Νουμάς έβαλε τότε τον επιδέξιο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… …   Dictionary of Greek

  • аспида — АСПИД|А (19), Ы с. ἀσπίς, ίδος Ядовитая змея: азъ видѣхъ аспиды кротимы оукротиша сѩ. Пр 1383, 119в; ˫адъ же лукавьств(а) сблюдаеши аки аспида и ехидна. ПрЮр XIV, 261в; и акы аспиды затыкаѥмъ оуши свои. ˫ако же не слышати. что ны ѥсть на ползу… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • λεγεώνα — Στρατιωτική μονάδα της ρωμαϊκής εποχής. Η λ. αριθμούσε 300 ιππότες και 3.000 άνδρες πεζικού με αρχηγούς τρεις χιλίαρχους. Καθεμία από τις τρεις αρχικές φυλές (Ραμνήνσης, Τατιήνσης και Λουκερνήσης) προμήθευε το ένα τρίτο αυτής της δύναμης και έναν …   Dictionary of Greek

  • χαλκοθήκη — Οίκημα στην Ακρόπολη της αρχαίας Αθήνας. Το οίκημα βρισκόταν στο νοτιοδυτικό βραχώδες μεσαίο επίπεδο, ανάμεσα στον Παρθενώνα και στα Προπύλαια, όπως φανερώνουν τα θεμέλιά του, τα οποία αποκαλύφθηκαν στις ανασκαφές του 1888 89. Το αποτελούσαν μια… …   Dictionary of Greek

  • ανκίλια — (ancilia). Δώδεκα ιερές ασπίδες στην αρχαία Ρώμη, τις οποίες φύλασσαν οι Σάλιοι ιερείς. Κατά την παράδοση, μία από αυτές έπεσε από τον ουρανό στο ανάκτορο του Νουμά Πομπίλιου. Τότε αυτός, για να μην αναγνωρίζεται η ασπίδα αυτή που ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”